02870 同源字

字源:κόπτω
原文Strong's number出現次數中文
ἀποκόπτω006096砍斷或砍掉;<關>自殘或自閹
ἀπρόσκοπος, ον006773無可指責的;不致使人跌倒的;清白的
ἀργυροκόπος, ου, ὁ006951銀匠( 徒 19:24
ἐγκοπή, ῆς, ἡ014641阻礙( 林前 9:12
ἐγκόπτω014655阻擋,阻礙,阻撓;煩擾
ἐκκόπτω0158110砍掉,砍下;使…無法(誇口);阻礙
εὔκοπος, ον021237較容易的
κατακόπτω026291擊打,傷,砍( 可 5:5
κοπάζω028693停止
κοπετός, οῦ, ὁ028701哀哭,悲慟( 徒 8:2
κοπή, ῆς, ἡ028711屠殺,打敗( 來 7:1
κοπιάω0287223工作,辛勞工作,勞苦;疲倦
κόπος, ου, ὁ0287318工作;辛勤工作,勞苦;煩擾,困難
κόπτω028758砍;<關>悲傷,哀號,哀哭
κωφός, ή, όν0297414啞的,聾的
προκοπή, ῆς, ἡ042973進步,進展
προκόπτω042986前進,進步,成長;(夜更)深沉
πρόσκομμα, ατος, τό043486絆腳石,使人犯罪之事
προσκοπή, ῆς, ἡ043491使人犯罪;妨礙( 林後 6:3
προσκόπτω043508<不及>跌或絆倒;(雨)擊打在;撞擊